θήρειον

θήρειον
θήρειος
of wild beasts
masc acc sg
θήρειος
of wild beasts
neut nom/voc/acc sg
θήρειος
of wild beasts
masc/fem acc sg
θήρειος
of wild beasts
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • BEMBINA — vicus Nemeae, Steph. Unde Nemeaeus Leo, a Poetis Bembinites bellua dicebatur. Panyasis Η῾ρακλείας l. 1. Δέρμα σε θήρειον Βεμβινήταο λέοντος …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δάκος — Δίπτερο έντομο της οικογένειας των μυιιδών. Μοιάζει με την κοινή μύγα και αποτελεί τον πιο καταστρεπτικό και δυσεξόντωτο εχθρό της ελιάς. Ζει και πολλαπλασιάζεται κυρίως στις παραθαλάσσιες χώρες της Μεσογείου, κατά μήκος της ζώνης της ελιάς. Έχει …   Dictionary of Greek

  • θήρειος — θήρειος, εία, ον και ος, ον (Α) [θηρ] 1. αυτός που ανήκει σε άγρια ζώα («θήρεια μέλεα», Εμπ.) 2. φρ. α) «θήρειος γραφή» εικόνες ζώων ζωγραφισμένες σε ύφασμα β) «θήρειον δάκος» άγριο θηρίο, Ευρ. γ) «θήρειος βία» ο Κένταυρος, Σοφ. δ) «θήρεια κρέα»… …   Dictionary of Greek

  • κητοθηρείον — κητοθηρεῑον και κητοθήριον, το (Α) αποθήκη σκευών χρήσιμων στην αλιεία μεγάλων ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + θηρεῖον (< θηρεύω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”